- δωμώ
- δωμῶ (-άω) (AM)1. οικοδομώ, χτίζω2. (για άγαλμα) στήνω3. επαναφέρω κάποιον στη ζωή, ανασταίνω.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
δωμῶ — δωμάω build pres imperat mp 2nd sg δωμάω build pres subj act 1st sg (attic epic ionic) δωμάω build pres ind act 1st sg (attic epic ionic) δωμάω build pres subj act 1st sg (attic epic doric ionic) δωμάω build pres ind act 1st sg (attic epic doric… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξυλοδωνίη — και δ. γρφ. ξυλοδομίη, ἡ (Α) (κατά τον Ησύχ.) «τεκτοσύνη, ναυπήγησις, κωπηλασία, κυβέρνησις». [ΕΤΥΜΟΛ. < ξύλον + δέμω / δωμῶ] … Dictionary of Greek
παλινδωμήτωρ — παλινδωμήτωρ, ορος, ὁ (Α) αυτός που οικοδομεί εκ νέου, αυτός που ανοικοδομεί. [ΕΤΥΜΟΛ. < πάλιν + δωμήτωρ «κτίστης» (< δωμῶ)] … Dictionary of Greek